πανθείῳ

πανθείῳ
πάνθειος
of
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Πανθείῳ — Πάνθειον of neut dat sg Πάνθειος of masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλιστέφανος — η, ο (Α καλλιστέφανος, ον) αυτός που φορά ωραίο στεφάνι («τὸν παρὰ καλλιστεφάνοις εὐφροσύναις δαίμονα», Ευρ.) αρχ. φρ. «καλλιστέφανος ἐλαία» (στην Ολυμπία) άγρια ελιά από την οποία λαμβάνονταν τα στεφάνια τών νικητών («ἐν τῳ Πανθείῳ ἐστὶν ἐλαία,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”